- αλίασσις
- ἁλίασσις (-ιος), η (Α)συνέλευση τής αλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἁλιάζομαι (πρβλ. συναλιάζω «συνάγω, συναθροίζω») < ἁλία (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
ἀλιάττης — ἀλιάσσης , ἀλίασσις assembly fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)